αγριογνώμων

αγριογνώμων
ἀγριογνώμων, ον (Μ)
αυτός που έχει άγριο φρόνημα, που κατέχεται από άγρια διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + γνώμων < θ. γνω- τού ρ. γιγνώσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγριογνωμοσύνη — ἀγριογνωμοσύνη, η (Μ) άγριο φρόνημα, άγρια διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγριογνώμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”